-
1 στιγμή
η1) точка (в разн. знач);τελεία στιγμή — грам, точка;
άνω στιγμή — точка с запятой;
2) миг, мгновение; момент;τη στιγμή πού... — в тот момент, когда...;
την ίδια στιγμή — в то же мгновение;
κατάλληλη στιγμή — удобное время, удобный момент, случай;
μιά στιγμή, παρακαλώ! — вас можно на минуточку?;
περίμενε μιά στιγμή — подожди минутку;
σε μιά στιγμή — в один момент, в одно мгновение, в один миг;
από στιγμή σε στιγμή — с минуты на минуту;
απ' αυτή τη στιγμή — с этих пор, с сегодняшнего дня; — с тех пор;
ούτε στιγμή — ни минуты, ни на минуту;
γιά μιά στιγμή μού πέρασε απ' το μυαλό ( — или νου) — у меня мелькнула (мимолётная) мысль; — меня осенило;
3) полигр, пункт -
2 τελεια
ἡ (sc. στιγμή) грам. точка -
3 στιγμη
-
4 στιγμή
στιγ-μή, ἡ,2 mathematical point, Arist.Top. 108b26, EN 1174b12, de An. 427a10, al., Apollod.Stoic.3.259; ὅσον σ. αἱματίνη 'a speck of blood', Arist.HA 561a11.3 metaph. of anything very small, jot, tittle,εἴ γ' εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων D.21.115
, cf. Men.1067; of time, Simon. 196, LXX Is.29.5; ἐν σ. χρόνου in a moment, Ev.Luc.4.5;σ. χρόνου ὁ βίος Plu.2.13a
, cf. AP7.472 (Leon.); ἐν ς. without χρόνου, Vett.Val.131.4; στιγμῇ καιρο,= puncto temporis, Gloss. -
5 ὑπο-στιγμή
ὑπο-στιγμή, ἡ, das Komma, weil es eine Unterabtheilung des Satzes bezeichnet, subdistinctio, oder weil der anfänglich die Stelle des Komma vertretende Punkt unten am Fuße des letzten Buchstaben stand; das Kolon μέση στιγμή, u. das Hauptpunktum am Ende des ganzen Satzes τελεία στιγμή.
-
6 τελειο-στιγμή
τελειο-στιγμή, ἡ, statt τελεία στιγμή, ein ganzer Punkt, das Interpunktionszeichen, wodurch der Sinn als ganz vollendet bezeichnet wird, zw.
-
7 ὑποστιγμή
ὑπο-στιγμή, ἡ, das Komma, weil es eine Unterabteilung des Satzes bezeichnet, subdistinctio, oder weil der anfänglich die Stelle des Komma vertretende Punkt unten am Fuße des letzten Buchstaben stand; das Kolon μέση στιγμή, u. das Hauptpunktum am Ende des ganzen Satzes τελεία στιγμή -
8 τέλειος
τέλειος and [full] τέλεος, α, ον, in Trag., [dialect] Att., and [dialect] Dor.also ος, ον, A.Eu. 382 (lyr.), Pl.Phlb. 67a, Arist.EN 1153b16, SIG265 (Delph., iv B.C.), etc.: the form τέλειος is alone used by Hom., neither form in Hes.; τέλεος is alone used by Hdt., exc. in 9.110; in Trag. and [dialect] Att. both forms occur; [dialect] Att. Inscrr. up to the end of iii B.C. have only τέλεος, IG 12.76.39, al., and τέλεος, τελέως, τελεῶ are recommended by Thom. Mag.p.358R.; τέλειος first in IG22.2314.51, al. (early ii B.C.), freq. in Papyri (PCair.Zen.429.13, al. (iii B.C.), etc.), but the neut. used as Adv. is sts. τέλεον ( BGU903.12 (ii A.D.), etc.,Aτέλειον POxy.707.31
(ii A.D.), etc.): the form [full] τέλεως, acc. τέλεων, with pl. τέλεῳ, is found in SIG1025.61, 1026.14 (Cos, iv/iii B.C.), dub. in Schwyzer 734 ([place name] Zeleia ) and Herod.7.20: the form [full] τέληον in GDI 4963 ([place name] Crete): ([etym.] τέλος):— perfect, of victims, entire, without spot or blemish,ἀρνῶν αἰγῶν τε τελείων Il.1.66
, cf. 24.34; βοτὸν τ. Riv.Fil.56.265 ([place name] Cyrene); τὸνς ϝεξήκοντα τελέονς ὄϝινς (acc. pl.) SIG56.30 (Argos, v. B.C.); of sacrifices, ἱερὰ τ. perfect, of full tale or number, or performed with all rites, Th.5.47, Lexap.And.1.97, D.59.60;τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος τέλεος ὄντως.. γίγνεται Pl.Phdr. 249c
; in Il.8.247, 24.315, αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν is prob. the surest bird of augury (cf. τελήεις).b in Dialects, = κύριος, fully constituted, valid,ἐν ἀγορᾷ τελείῳ Schwyzer 324.1
(Delph., iv B.C.), SIG265 (ibid.), etc.; ἀλιαίᾳ ἔδοξε τελείᾳ ib.594.3 (Mycenae, ii B.C.); authoritative, final,ἁ δέ κα ϝράτρα ἁ δαμοσία τελεία εἴε ¯ δικάδο ¯ σα Schwyzer412
([place name] Elis);τὸ θέθμιον.. τέλεον εἶμεν IG9(1).334.47
([dialect] Locr., v B.C.); so in Trag., τελεία ψῆφος a final decision, A.Supp. 739, S.Ant. 632.2 of animals, full-grown,τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας A.Ag. 1504
(anap., and so perh. αἶγες τ. in Il. ll.cc.); ἐπ' οὗ θύεται τὰ τ. τῶν προβάτων, opp. γαλαθηνά, Hdt.1.183, cf. SIG1015.31 (Halic.), Pherecr.44, PCair.Zen.429.13, al. (iii B.C.), Sammelb.5277.5 (iii A.D.), etc.; τ. ζῷον defined in Gal.7.677; as Subst.,τέλειον καὶ δέκα ἄρνες SIG1024.35
(Myconus, iii/ii B.C.); τ. ἵππος, opp. πῶλος, Pl.Lg. 834c; τ. ἅρμα a chariot drawn by horses, opp. ἅρμα πωλικόν, CIG2758 111.D2 ([place name] Aphrodisias), SIG840 (Olympia, ii A.D.), Luc.Tim.50;τελέᾳ συνωρίδι IG5(2).549.2
, al. (Arc., iv B.C.); τελέῳ τεθρίππῳ ib.5; κέλητι τελέῳ ib.550.29; κέλητι τελείῳ ib.7.1772.14, cf. 16; of trees, Thphr.CP3.7.5, POxy.909.18 (iii A.D.); εἰκὼν τελεία life-sized, GDI4942b7 (Crete, ii B.C.); of a torsionengine, full-sized, opp. to the model of one, Ph.Bel.55.30: of human beings, full-grown, adult, Pl.Lg. 929c, X.Cyr.1.2.4, 12, 14, BGU1100.10 (i B.C.), POxy.485.30 (ii A.D.), Sor.1.10, al.b married,τέλειοι οἱ γεγαμηκότες Paus.Gr.Fr.306
; Ἥρα Τελεία is so expld. at Stymphalus, Paus.8.22.2, cf. Aristocl.Hist.5 (ap.Sch.Theoc.15.64); v. infr. 11.3 of persons, accomplished, perfect in his kind, in relation to quality, Isoc. 12.32,242;ἱστοριῶν συγγραφέα τέλειον Supp.Epigr.1.400
(Samos, ii A.D.);τ. σοφιστής Pl.Cra. 403e
;τ. εἴς τι Id.Phdr. 269e
([comp] Sup.);κατὰ πάντα Id.Ti. 30d
; , 678b, Isoc.12.9, etc.;ἔν τινι Id.Ep.4.3
([comp] Sup.);οἱ τ. δογματικοί Gal.15.60
; but ἡ τελεία μαῖα the trained or qualified midwife, distd. from ἡ ἀρίστη (the trained and experienced midwife), Sor.1.4.b of things,φάρμακον τελεώτατον Pl.Criti. 106b
; τ. ἀρετή, φιλία, etc., Arist.EN 1129b30, 1156b34, al.; of a syllogism in the [ per.] 1st figure, the other figures being ἀτελεῖς, Id.APr. 27a1, etc.;τὸ τελεώτατον ἐκεῖνο γυμνάσιον, ὂ δὴ καὶ κατασκευὴν ὀνομάζουσι Gal.6.169
, cf. 208: even of evils, τ. νόσημα a serious, dangerous illness, Hp.Prorrh.2.30;τελειοτάτη κακία Gal.16.500
; ἀδικία τελέα, τελεωτάτη, absolute, Pl.R. 348b, 344a; συνθέσεις λευκὰς τελείας δέκα τρεῖς thirteen complete white suits, PHamb.10.14 (ii A.D.); τ. ἀποζυγή complete divorce, PGrenf. 2.76.19 (iv A.D.); ὕνις τελεία, κράβακτος ξύλινος τ., etc., PTeb.406.19, al. (iii A.D.); of land, fully inundated, opp. ἀβροχικός, PMasp. 107.13, al. (vi A.D.), prob. in PFlor.286.23 (vi A.D.).4 of prayers, vows, etc., fulfilled, accomplished,εὐχωλαί Pi.Fr.122.15
;τέλειον ἐπ' εὐχᾷ ἐσλόν Id.P.9.89
; (lyr.);μὰ τὴν τ. τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην Id.Ag. 1432
;τέλεα εὔγματα Ar. Th. 353
(lyr.); of omens or predictions, ὄψις ὀνείρου οὐ τελέη a vision which imported nothing, Hdt.1.121;τ. σύμβολον h.Merc. 526
(s. v.l.);τ. τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται Pl.R. 443b
.5 of numbers, full, complete,τελέους ἑπτὰ μῆνας Ar.Lys. 104
; τ. ἐνιαυτός the great year, Pl. Ti. 39d.b in Arithm., of perfectnumbers, which are equal to the sum of their divisors, as 6 = 3+2+1; 28 = 14+7+4+2+1, Id.R. 546b, Euc.7 Def.23, Theo Sm.p.45 H., Nicom.Ar.1.16:—but 9 is τ. ὅτι ἐκ τελείου τοῦ γ ¯ γίνεται, Theol.Ar. 58 (3 is τ. because it has ἀρχή, μέσον, τέλος, ib. 14).6 τ. κρατήρ, i.e. the third bowl offered to Ζεὺς Σωτήρ, Ar.Fr. 526, E.Fr. 148.II of the gods, having power to fulfil prayer, all-powerful (as implied in A.Ag. 973, Ζεῦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει) , Ζεὺς τ. Pi.O.13.115, P.1.67;τ. ὕψιστον Δία A.Eu.28
;τελέων τελειότατον κράτος, Ζεῦ Id.Supp. 526
(lyr.); of Hera ζυγία, the presiding goddess of marriage (v. supr. 1.2 b,τέλος 1.6
), Pi.N.10.18, A.Eu. 214, Fr. 383, Ar.Th. 973 (lyr.); of Apollo, Theoc.25.22 ([comp] Sup.); of the Eumenides, A.Eu. 382 (lyr.);Μοῖραι Supp.Epigr.3.400.9
(Delph., iii B.C.): generally,θεοὶ τέλειοι τέλειαί τε A.Th. 167
(lyr.);πῦρ τέλεον ἄρρητον Lyr.Alex.Adesp.36.14
: also ἀνὴρ τ. the head or lord of the house, A.Ag. 972.III = τελευταῖος, last, S.Tr. 948 (lyr.).IV τέλειον, τό, a royal banquet, as a transl. of the Pers. τυκτά, Hdt.9.110.V ἡ τελεία (sc. στιγμή ) the full point, D.T.630.6; soτελείαν δεῖ στίξαι Herm. in Phdr.p.84
A.2 completely, absolutely, thoroughly,τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεται Hdt.1.120
; τ. ἐκκλησιάσαιμεν perfectly, Ar.Th. 329 (lyr.);τ. ἄφρων Is.12.4
;ἔρια τ. ῥυπαρά PCair.Zen. 287
(iii B.C.); τ. μ' ὑπῆλθε completely deceived me, Epicr.9; τ. ἑστιᾶν perfectly, X.Smp.2.2; τ. κινήσεται absolutely, Pl.Tht. 182c; τ. γὰρ ἡμᾶς ἐνώχλει he was a perfect nuisance to us, PCair.Zen.637.4 (iii B.C.); τ. γυμνάζειν put a person through the τέλειον γυμνάσιον, Gal. 6.286; μέσα τ. completely neutral, Id.18(2).59, cf. 79, al.--This is the only form of the Adv. allowed by Thom.Mag.p.358 R., but τελείως is found in Gorg.Hel.18, Isoc.13.18, Pl.Def. 411d, Arist.Metaph. 1021b26, PPetr.3p.114 (iii B.C.), LXX Ju.11.6, Gal.16.639, etc.3 the neut. τέλεον is also used as Adv. in later Prose, Luc.Merc.Cond. 5, App.BC1.8, Sor.2.56, etc.VIII [comp] Comp. and [comp] Sup.: Hom. uses only τελειότατος: in Prose τελεώτερος, -ώτατος prevail, though the other forms occur in Arist.EN 1097a30, 1174b22. [comp] Comp. Adv.τελεώτερον Pl.R. 520b
( τελειοτέρως Sch.Il.2.350, v.l. in Procl.Inst.18); .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέλειος
См. также в других словарях:
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
τελεία — Επίθετο της θεάς Ήρας στη Στύμφαλο της Αρκαδίας, προστάτιδα του γάμου. Ναός της υπήρχε στη Μεγαλόπολη. Άλλος ναός της, στις Πλαταιές, ήταν ονομαστός για το εκεί μαρμάρινο άγαλμά της, έργο του Πραξιτέλη. * * * η, ΝΜΑ γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης … Dictionary of Greek
τελεία — η σημείο στίξης στο τέλος περιόδου, το οποίο δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει τέλειο, ολοκληρωμένο νόημα, η κάτω στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek